τούρτιος

τούρτιος
-α, -ο, Ν
φρ. «τούρτια βαθμίδα» ή, απλώς «το τούρτιο» — η παλαιότερη βαθμίδα τής νεοκρητιδικής διάπλασης τού μεσοζωικού αιώνα τής προϊστορίας τής γης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”